- ακούβιτο
- Εξελληνισμένος τύπος της λατινικής λέξης accubitum, που σημαίνει ανάκλιντρο, στο οποίο ξάπλωναν οι Ρωμαίοι, κυρίως στα συμπόσια. Το α. χρησίμευε για κατάκλιση ενός μόνου προσώπου. Αργότερα οι Ρωμαίοι το αντικατέστησαν με το τρίκλινο, που ήταν τρεις κλίνες σε σχήμα Π για εννέα πρόσωπα, τρία σε κάθε κλίνη. Από τους Ρωμαίους πήραν τα α. οι Βυζαντινοί. Από τους Βυζαντινούς πάλι δανείστηκαν τον όρο οι μοναχοί για να δηλώσουν τα χτιστά τραπέζια, που ήταν τοποθετημένα κατά μήκος των δύο πλάγιων τοίχων της μεγάλης τραπεζαρίας των μοναστηριών, το ένα απέναντι στο άλλο, και στερεωμένα στο δάπεδο. Τα δε καθίσματα δίπλα στα τραπέζια, χτιστά και αυτά, λέγονταν θρανία. Το τυπικό κάθε μοναστηριού όριζε και τον αριθμό των μοναχών, που έπρεπε να κάθονται σε κάθε α.
Dictionary of Greek. 2013.